-
1 συντονια
ἥ1) натяжение, напряжение(τὸ ἀπὸ τῆς συντονίας πάθημα Plat.)
2) стремление, рвение(ψυχῆς πρός τι Plat.)
3) созвучность, согласованность(τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Diog.L.)
-
2 συντονία
συντον-ία, ἡ,A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti. 84e, Arist.HA 540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ ς. Id.6.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντονία
-
3 σύμπνοια
σύμπνοια, ἡ,A breathing together,τῶν φυσῶν Artem.2.37
: metaph., agreement, union, D.L.2.137, Hdn.7.6.3, Jul.Or.6.189a, Iamb.Myst. 5.26; of the body, joined with σύρροια, Hp.Alim.23; ἡ τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια ς. Chrysipp.Stoic.2.172; ἡ ἁπάντων ς. Aret.CD2.5, cf. Plot.2.3.7, Dam.Pr.88, Aen.Gaz.Thphr.p.49 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπνοια
См. также в других словарях:
συντονία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [σύντονος] νεοελλ. 1. συντονισμός 2. μουσ. συμφωνία τόνου μσν. αρχ. επίταση αρχ. 1. σύντονη ενέργεια 2. ένταση, τέντωμα 3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek